βροντοκόπημα

βροντοκόπημα
το
το βροντοβόλημα: Δεν μπορώ να κοιμηθώ με τέτοια βροντοκοπήματα δίπλα μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βροντοκόπημα — το συνεχές και ισχυρό χτύπημα. [ΕΤΥΜΟΛ. < βροντοκοπώ. Η λ. στον πληθ. (βροντοκοπήματα, τα) μαρτυρείται από το 1812 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”